- ρέμορα
- (remora). Οστεοϊχθύς, που χαρακτηρίζεται από μυζητικό δίσκο, που βρίσκεται στο πάνω μέρος του κεφαλιού του. Ο μυζητικός αυτός δίσκος αποτελείται από λεπίδες, οι οποίες, λυγίζοντας προς τα πίσω, μόλις το ζώο κολλάει πάνω σε άλλο ψάρι, δημιουργούν κενό ανάμεσά τους και στο ψάρι, κατορθώνοντας έτσι μια πολύ στερεή επικόλληση. Οι ρ. κολάνε στην κοιλιά των καρχαριών ή των θαλάσσιων χελωνών. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ένα και μόνο από τα ψάρια αυτά ήταν αρκετό να σταματήσει και πλοίο. Η ρ. ζει στη Μεσόγειο και στις θερμές γενικά θάλασσες και χρησιμοποείται για την αλιεία της χελώνας. Μια ρ., στερεά δεμένη με καλώδιο, ρίχνεται στη θάλασσα κοντά σε χελώνα, οπότε προσκολλημένη σ’ αυτήν, διευκολύνει την αλιεία της.
* * *η, Νζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών τής οικογένειας Echeneidae, που χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να προσκολλώνται, με τη βοήθεια ενός ραχιαίου μυζητήρα, πάνω σε καρχαρίες και άλλους θαλάσσιους οργανισμούς ή ακόμη και σε κύτος πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. remora < λατ. remora «διατριβή, καθυστέρηση» εξαιτίας τής υποτιθέμενης ικανότητας τών ψαριών να καθυστερούν τα πλοία].
Dictionary of Greek. 2013.